-
1 безрезультатно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безрезультатно
-
2 безуспешно
-
3 безрезультатный
-
4 толк
толкм1. (смысл, разум) ἡ ἐννοια, ἡ σημασία/ τό ὅφελος, ἡ ὠφέλεια (польза):делать (говорить) что́-л. с \толком κάνω (λέγω) κάτι σωστά· без толку χωρίς ἀποτέλεσμα, μάταιά не добиться \толку δέν κατορθώνω κανένα ἀποτέλεσμα· сбить кого́-л. с \толку κάνω μπερδεύω κάποιον νά τά χάσει σαστίζω κάποιον из этого \толку не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά δοῦμε προκοπή·2. \толки мн. (слухи) οἱ διαδόσεις, οἱ φήμες, τά λόγια:вызывать \толки γεννώ διαδόσεις· не придавать значения \толкам δέν δίδω σημασία στίς φήμες· ◊ знать (понимать) \толк в чем-л. καταλαβαίνω, νοιώθω ἀπό κάτι. -
5 втуне
επίρ. παλ. χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς προσοχή ή σημασία, μάταια, άδικα, άσκοπα, στα χαμένα. -
6 безрезультатно
безрезультатн||онареч χωρίς ἀποτέλεσμα, ἀτελεσφόρητα/ ἀνεπιτυχώς (безуспешно) / μάταια (тщетно). -
7 безрезультатный
безрезультатн||ыйприл χωρίς ἀποτέλεσμα, ἀτελεσφόρητος / ἀνεπιτυχής (безуспешный) / μάταιος (тщетный). -
8 бесшюдно
бесшюд||но1. нареч ἄκαρ-πα, χωρίς ἀποτέλεσμα;2. предик безл (бесполезно) μάταια, τοῦ κάκου, ἀνώφελα. -
9 проглядеть
проглядетьсов1. см. проглядывать Г2. (пропустить) ἀβλεπτώ, παρορώ, παραβλέπω, δέν προσέχω:\проглядеть ошибку παραβλέπω λάθος· ◊ все глаза \проглядеть περιμένω πολύ ὠρα χωρίς ἀποτέλεσμα. -
10 безревультагао
[μπφιζρυλτάτνα] επίρ. χωρίς αποτέλεσμα -
11 безревультагао
[μπφιζρυλτάτνα] επίρ χωρίς αποτέλεσμα -
12 безрезультатно
επίρ.χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελα, άκαρπα• μάταια. -
13 безрезультатность
-и θ.η μη αποτελεσματικότητα•безрезультатность выводов το χωρίς αποτέλεσμα (το ακαρπον) των συμπερασμάτων. -
14 безрезультатный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноχωρίς αποτέλεσμα, άκαρπος, ανώφελος, μάταιος•-ые попытки άκαρπες προσπάθειες.
-
15 бесплодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. άγονος, άτοκος, στείρος, στέρφος.2. άκαρπος•-ая почва άγονο έδαφος.
3. μτφ. χωρίς αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος•-ые попытки άκαρπες προσπάθειες.
-
16 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
17 искажение
η παραμόρφωσ/ηбочкообразное - (тлв.) βαρε-λοειδής --кадра (тлв.) - εικόναςфазочастотное - των φάσεων/συχνοτήτων- формы - της μορφής/φόρμαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искажение
См. также в других словарях:
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek